Συνεχίζονται οι αναταράξεις στα διεθνή χρηματιστήρια, μετά τις καταρρεύσεις τραπεζικών ιδρυμάτων στις ΗΠΑ και την Ελβετία. Οι αγορές έχουν κλονιστεί και οι μετοχές πολλών τραπεζών σημείωσαν θεαματική πτώση, με αναλυτές να θεωρούν πως είναι ζήτημα χρόνου το ντόμινο της κρίσης να «χτυπήσει» την επόμενη αδύναμη τράπεζα.
Η ευρωζώνη δεν κινδυνεύει, λέει η Γερμανία
Ο Γερμανός κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέφεν Χέμπεστραϊτ απέρριψε σήμερα τις υποθέσεις ότι η τρέχουσα κατάσταση στον τραπεζικό τομέα είναι συγκρίσιμη με την τραπεζική και χρηματοπιστωτική κρίση της περιόδου 2008-9.
«Έχουν ληφθεί πολλά ρυθμιστικά μέτρα μετά την τραπεζική κρίση, επομένως η σημερινή κατάσταση δεν μπορεί να συγκριθεί με την κρίση εκείνης της εποχής», δήλωσε ο κ. Χέμπεστραϊτ και παρέπεμψε στις επανειλημμένες δηλώσεις του καγκελάριου Όλαφ Σολτς ότι οι καταθέσεις των αποταμιευτών είναι ασφαλείς. Επιπλέον, τόνισε πως η Γερμανία βρίσκεται σε ισχυρή οικονομική κατάσταση και για αυτό «υπάρχει περιορισμένος λόγος ανησυχίας». Προειδοποίησε μάλιστα «να μην προσπαθούμε να δημιουργήσουμε μια κατάσταση για την οποία δεν υπάρχει λόγος».
Σε δηλώσεις του στη σημερινή Handelsblatt, ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς τονίζει ότι δεν φοβάται νέα οικονομική κρίση. «Το νομισματικό σύστημα δεν είναι πλέον τόσο εύθραυστο όσο πριν από την οικονομική κρίση», διευκρινίζει ο καγκελάριος.
Μία ακόμα αμερικανική τράπεζα στα πρόθυρα κατάρρευσης
Η αμερικανική τράπεζα First Republic, η οποία εξυπηρετεί κυρίως εύπορους πελάτες, βρίσκεται τώρα στο επίκεντρο καθώς εκφράζονται φόβοι ότι θα είναι η επόμενη στο ντόμινο των καταρρεύσεων στις ΗΠΑ.
Η μετοχή της τράπεζας υποχωρούσε κατά 20% στα μισά της σημερινής συνεδρίασης στη Γουόλ Στριτ. Χθες κατέγραψε απώλειες 21% ενώ από τις 8 Μαρτίου έχει χάσει το 73% της αξίας της. Η βουτιά έγινε ακόμη μεγαλύτερη, φτάνοντας το 36%, μετά το ρεπορτάζ του πρακτορείου Bloomberg που ανέφερε ότι η First Republic μελετά επί του παρόντος τις «στρατηγικές επιλογές» για το μέλλον της, συμπεριλαμβανομένης και της πιθανής πώλησής της.
Η μετοχή ανέκαμψε ελαφρά αφού η εφημερίδα Wall Street Journal επικαλέστηκε πληροφορίες της σύμφωνα με τις οποίες άλλες μεγάλες τράπεζες, όπως οι JPMorgan Chase και Morgan Stanley, επιχειρούν να βοηθήσουν τη First Republic και συζητούν διάφορες εναλλακτικές λύσεις, όπως την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της. Και στη συνέχεια άρχισε να καταγράφει κέρδη, αφού το τηλεοπτικό δίκτυο CNBC μετέδωσε ότι «τράπεζες» είναι έτοιμες να της χορηγήσουν 20 δισεκ. δολάρια.
Η First Republic ιδρύθηκε το 1985, εδρεύει στο Σαν Φρανσίσκο και είναι η 14η τράπεζα των ΗΠΑ όσον αφορά το ενεργητικό της. Παρέχει υπηρεσίες ιδιωτικής τραπεζικής για ιδιώτες και εταιρείες και διαχειρίζεται περιουσίες, έχοντας γραφεία κυρίως στην Καλιφόρνια αλλά και στην ανατολική ακτή (Νέα Υόρκη, Μασαχουσέτη, Κονέκτικατ, Φλόριντα), καθώς και στις Πολιτείες Όρεγκον, Ουάσινγκτον και Ουαϊόμινγκ.
Με λίγα λόγια, «έχει εύπορη πελατεία, επικεντρωμένη κυρίως στις αστικές περιοχές» και των δύο ακτών των ΗΠΑ, σύμφωνα με τον Έρικ Κόμπτον, έναν αναλυτή της Morningstar.
Κίνδυνος διαρροής καταθέσεων
Μέχρι τα μέσα του 2021 την διοικούσε αποκλειστικά ο ιδρυτής της, ο Τζιμ Χέρμπερτ, ο οποίος πλέον παραχώρησε τη θέση του στον γενικό διευθυντή Μάικ Ρόφλερ αλλά παρέμεινε πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου. Κατέγραφε αξιοσημείωτη ανάπτυξη, από χρόνο σε χρόνο: στα τέλη του 2010 το ενεργητικό της ανερχόταν σε 22 δισεκατομμύρια δολάρια αλλά στα τέλη του 2022 έφτανε τα 212 δισεκ. δολάρια.
Το προφίλ της εύπορης πελατείας της ωστόσο μετατράπηκε σε αδυναμία, μετά τις χρεοκοπίες της Silicon Valley Bank, της Signature Bank και της Silfergate, τραπεζών που είχαν επενδύσει σε συγκεκριμένες οικονομικές δραστηριότητες – στον τεχνολογικό τομέα η SVB, στα κρυπτονομίσματα οι δύο άλλες.
Σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης S&P Global Ratings, το 68% των καταθέσεων στην First Republic είναι σε λογαριασμούς που ξεπερνούν τα 250.000 δολάρια, δηλαδή το ποσό που εγγυώνται οι αρχές. Μολονότι οι πελάτες της προέρχονται από ποικίλους τομείς, ορισμένοι αναλυτές φοβούνται ότι πολλοί θα προτιμήσουν να μεταφέρουν τα χρήματά τους σε μεγαλύτερες τράπεζες που δεν κινδυνεύουν με πτώχευση, ακριβώς επειδή είναι τόσο σημαντικές που οι ρυθμιστικές αρχές δεν θα επιτρέψουν την κατάρρευσή τους.
Η τράπεζα ανέφερε από την Κυριακή ότι έχει «ενισχύσει» τη ρευστότητά της και έχει 70 δισεκ. δολάρια στη διάθεσή της, χάρη στις διευκολύνσεις που της πρόσφερε η ομοσπονδιακή τράπεζα και η JPMorgan Chase. Το ποσό αυτό θεωρείται ωστόσο ανεπαρκές από τους οίκους αξιολόγησης S&P Global Ratings και Fitch, που την Τετάρτη υποβάθμισαν το αξιόχρεό της ρίχνοντάς την στην κατηγορία των «σκουπιδιών».
«Πιστεύουμε ότι ο κίνδυνος διαρροής καταθέσεων είναι υψηλός για την First Republic Bank, παρά τα μέτρα που έλαβαν οι ρυθμιστικές τραπεζικές αρχές και το γεγονός ότι η τράπεζα αυξάνει τη δυνατότητα δανεισμού της για να περιορίσει τον κίνδυνο που συνδέεται με τις πτωχεύσεις της περασμένης εβδομάδας», ανέφερε ο S&P στο σκεπτικό του.
Η Fed έχει δώσει σε πέντε ημέρες 12 δις στις τράπεζες
Η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) ανακοίνωσε σήμερα ότι έχει χορηγήσει από την Κυριακή δάνεια συνολικού ύψους σχεδόν 12 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε αμερικανικές τράπεζες, στο πλαίσιο των έκτακτων μέτρων για την εκπλήρωση των αιτημάτων ανάληψης και την τόνωση της εμπιστοσύνης του κοινού στο τραπεζικό σύστημα της χώρας.
Σε δελτίο Τύπου που εξέδωσε από κοινού με το υπουργείο Οικονομικών και τον Ομοσπονδιακό Οργανισμό Ασφάλισης των Καταθέσεων (FDIC), η Fed αναφέρεται επίσης στα μέτρα που αποσκοπούν στο να καθησυχαστούν ιδιώτες και επιχειρήσεις μετά την κατάρρευση της Silicon Valley Bank.
Ποινές σε στελέχη που χρεοκοπούν τράπεζες
«Κανείς δεν είναι υπεράνω του νόμου» ανέφερε ο Δημοκρατικός πρόεδρος σε αυτήν την ανακοίνωση, εκφράζοντας την πεποίθηση ότι «η ενίσχυση της λογοδοσίας είναι ένα σημαντικό αποτρεπτικό μέσο ώστε να αποφύγουμε περιπτώσεις κακοδιαχείρισης στο μέλλον». Ο πρόεδρος ζητά επίσης από το Κογκρέσο να δώσει στον FDIC ευρύτερες εξουσίες, ώστε να μπορεί να αποκλείει από τον τραπεζικό τομέα τα στελέχη των τραπεζών που χρεοκοπούν και να επιβάλει πρόστιμα στους διευθυντές αυτών των τραπεζών
Σταθεροποιητικά κινήθηκαν σήμερα οι αγορές ομολόγων, μία ημέρα μέρα την αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ κατά 0,5%, στο 3%.
Ωστόσο η διαφαινόμενη πρόθεση της ΕΚΤ να συνεχίσει τις αυξήσεις των επιτοκίων συνεχίζει να δημιουργεί πιέσεις στην αγορά των ομολόγων ωθώντας προς τα πάνω τις αποδόσεις τους.
Στην επόμενη κρίσιμη συνεδρίαση της ΕΚΤ τον Μάιο μεγάλες επενδυτικές τράπεζες όπως η Goldman Sachs και η Morgan Stanley εκτιμούν ότι η Κεντρική Τράπεζα θα προχωρήσει σε αύξηση των επιτοκίων της κατά 0,25%. Η Goldman βλέπει πλέον ως οροφή για το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ το 3,5% (από 3,75% μέχρι πρότεινος), ενώ η Morgan Stanley τοποθετεί το «πλαφόν» στο 3,75% εως τον Ιούλιο (από 4% που ήταν η παλαιότερη πρόβλεψη). Η HSBC και η Barclays διατηρούν την πρόβλεψη τους ότι το βασικό επιτόκιο θα φθάσει εως το 3,5%.
Στη δευτερογενή αγορά, στο Ηλεκτρονικό Σύστημα Συναλλαγών (ΗΔΑΤ) ο όγκος των συναλλαγών διαμορφώθηκε στα 66 εκατ. ευρώ εκ των οποίων τα 56 εκατ. ευρώ αφορούσαν σε εντολές αγοράς. Η απόδοση του 10ετούς ομολόγου αναφοράς υποχώρησε στο 4,19% από 4,26% χθες έναντι 2,10% του αντίστοιχου γερμανικού ομολόγου με αποτέλεσμα το περιθώριο να διαμορφωθεί στο 2,09% από 2,06% που έκλεισε χθες.
Στην αγορά συναλλάγματος ανοδικά κινείται σήμερα το ευρώ έναντι του δολαρίου καθώς το ευρωπαικό νόμισμα διαπραγματευόταν νωρίς το απόγευμα στα 1,0668 δολάρια από το επίπεδο των 1,0658 δολαρίων που άνοξε η αγορά.
Η ενδεικτική ισοτιμία ευρώ / δολαρίου που ανακοίνωσε η ΕΚΤ διαμορφώθηκε στα 1,0623 δολάρια.
Κλείσιμο με πτώση για τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια
Τρεις απότομες πτώσεις με δύο αδύναμες ανακάμψεις στα ενδιάμεσα: παρά τα μέτρα των αμερικανικών και των ελβετικών αρχών, ο τραπεζικός τομέας ολοκλήρωσε μια «μαύρη εβδομάδα» που σημαδεύτηκε από μια νέα βουτιά σήμερα, οδηγώντας σε πτώση όλα τα ευρωπαϊκά Χρηματιστήρια.
Οι ανησυχίες επικεντρώνονται κυρίως στην ελβετική Credit Suisse, η μετοχή της οποίας υποχώρησε κατά 8% σήμερα, και στην First Republic, στις ΗΠΑ, η οποία χάνει 26,5%. Μέσα σε μια εβδομάδα οι δύο τράπεζες κατέγραψαν πτώση 25% και σχεδόν 70% αντίστοιχα.
Γενικότερα, ο τραπεζικός δείκτης στην Ευρώπη υποχώρησε κατά 2,85% σήμερα, αυξάνοντας τις απώλειες στο 11,47% μέσα σε μία εβδομάδα – αυτή ήταν η μεγαλύτερη πτώση τους τελευταίους έξι μήνες. Οι εβδομαδιαίες απώλειες ήταν αξιοσημείωτες για τη Société Générale (-16,94%), την Commerzbank (-19,53%), την ING (-14,76%), τη Standard Chartered (-14,30%) και τη Unicredit (-14,31%).
Οι μετοχές των αμερικανικών τραπεζών οδεύουν για μια δεύτερη πτώση της τάξης του 10%, κατά μέσο όρο, μέσα σε μια εβδομάδα. Πλήττονται κυρίως οι περιφερειακές τράπεζες μέσου μεγέθους καθώς οι επενδυτές αναρωτιούνται «ποια θα είναι η επόμενη που θα χρειαστεί στήριξη», όπως είπε ο αναλυτής της Oanda, Κρεγκ Έρλαμ.
«Η αξία μιας τράπεζας είναι η εμπιστοσύνη που της έχουμε και πρέπει να την αποκαταστήσουμε», εξήγησε ο Βίνσεντ Τζάβινς της JP Morgan AM. Η τάση αυτή οδήγησε σε πτώση τα ευρωπαϊκά Χρηματιστήρια: το Παρίσι έκλεισε με απώλειες 1,43%, η Φραγκφούρτη με 1,33%, το Μιλάνο 1,64% και το Λονδίνο 1,01%.
Η Γουόλ Στριτ κινείται επίσης πτωτικά. Γύρω στις 18.50 (ώρα Ελλάδας) ο βιομηχανικός δείκτης Dow Jones έχανε 1,07%, ο Nasdaq 0,80% και ο S&P 1,01%.
Dnews: Τελευταία νέα και ειδήσεις