«Η πολιτική μας τα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης είναι ευκρινής, σταθερή και συναινετική» ανέφερε μεταξύ άλλων.
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος προχώρησε μια ενδιαφέρουσα τοποθέτηση στο πλαίσιο της ενότητας «Ελληνοτουρκικά και Κυπριακό» στο συνέδριο της εφημερίδας ΤΟ ΒΗΜΑ & του Delphi Economic Forum «Μεταπολίτευση 1974-2024. 50 χρόνια ελληνική εξωτερική πολιτική» κμε τη συμμετοχή των: Γιώργου Γεραπετρίτη, Ευάγγελου Βενιζέλου, Νίκου Κοτζιά.
Στην εισαγωγική του τοποθέτηση ανέφερε ότι «Τα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης ως περιόδου είναι τελικά μία πετυχημένη ιστορία ή όχι. Ναι, τα 50 χρόνια είναι ένα success story για τη χώρα συνολικά, άρα για πολλές παραμέτρους εθνικής ισχύος, ξεκινώντας από τη λειτουργία των θεσμών της δημοκρατίας, περνώντας στην επιβίωση της οικονομίας από την οικονομική κρίση και στην επαναφορά της στην κανονικότητα και φθάνοντας μέχρι τα ζητήματα ασφάλειας και άμυνας, στην εξωτερική πολιτική. Είναι λοιπόν και η εξωτερική πολιτική μακροσκοπικά ένα success story, διότι το 1974 η Ελλάδα ταπεινώθηκε, ηττηθήκαμε στην Κύπρο, χάσαμε έναν πόλεμο και βρέθηκε το βόρειο τμήμα του νησιού υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή. Αρχίζει έτσι μία περίοδος κρίσεων και επεισοδίων στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις, όλη μας η προσοχή, όλο μας το διπλωματικό κεφάλαιο στρέφεται στο Κυπριακό και στα Ελληνοτουρκικά, η ατζέντα μας είναι πολύ μικρή και πολύ βαριά. Αυτό πολλές φορές μας εμποδίζει να δούμε την ευρύτερη εικόνα και να αντιμετωπίσουμε τα ζητήματα με όλες τις παραμέτρους οι οποίες είναι κρίσιμες για την ίδια μας τη υπόσταση και την προοπτική μας, αλλά δεν έχουμε πόλεμο, δεν έχουμε μείζονα επεισόδια, πλην των ανά δεκαετία σημαντικών Ελληνοτουρκικών επεισοδίων τα οποία όμως σταματούν στη δεκαετία του 1990. Έχουμε ένα επεισόδιο το 1976, ένα επεισόδιο το 1987, ένα επεισόδιο το 1996, αλλά μετά αρχίζει η 23ετής πλέον περίοδος Ερντογάν η οποία δεν «εισφέρει», το λέω αυτό εντός εισαγωγικών, ένα νέο επεισόδιο, αλλά ταυτόχρονα έχουμε μία διολίσθηση στον κατάλογο των λεγομένων μονομερών τουρκικών διεκδικήσεων.»
«Για να πάρουμε τη μεγάλη εικόνα, η Ελλάδα το 1974 είναι μία περιφερειακή χώρα των Βαλκανίων, δυτική βεβαίως, αλλά δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μια χώρα που αναγκάστηκε να φύγει από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ και άρα υπήρχε η μεγάλη εκκρεμότητα να επανέλθει σε αυτό. Τώρα η Ελλάδα είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέλος της Ευρωζώνης, παρέμεινε σε αυτήν παρά την κρίση και τη χρεοκοπία, είναι ξανά βεβαίως από το 1980 μέλος του ΝΑΤΟ, με όλα τα προβλήματα που είχε η αποχώρηση και η επάνοδος, έχει επενδύσει πολύ στην Ελληνοαμερικανική στρατηγική σχέση, αλλά έχουμε μπει πια σε μία περίοδο, κατά την οποία δεν αρκεί να λες ότι ανήκω στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ότι ανήκω στο ΝΑΤΟ και ότι έχω μία ισχυρή Ελληνοαμερικανική συνεργασία για να δώσεις απάντηση στα προβλήματά σου. Τα προβλήματα είναι πολύπλοκα, είμαστε υποχρεωμένοι να λάβουμε υπόψη μας και πολλές άλλες παραμέτρους.
Νομίζω ότι η πρώτη παράμετρος στην οποία πρέπει να επενδύσουμε είναι οι εσωτερικές πολιτικές προϋποθέσεις άσκησης της εξωτερικής πολιτικής. Τα προβλήματα ξεκινούν εδώ, στο εσωτερικό του ελληνικού πολιτικού συστήματος και στο εσωτερικό του Ελληνοκυπριακού πολιτικού συστήματος. Δεν υπάρχει λύση για το Κυπριακό αν δεν συμφωνήσει η Ελληνοκυπριακή κοινωνία και το Ελληνοκυπριακό πολιτικό σύστημα και δεν μπορούμε να πάρουμε μεγάλες πρωτοβουλίες σε κανένα θέμα, εμείς ως Ελληνική Δημοκρατία, εάν δεν έχουμε εσωτερικές προϋποθέσεις.»
«Η πολιτική μας τα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης είναι ευκρινής, σταθερή και συναινετική»
«Η πολιτική μας τα 50 αυτά χρόνια είναι μία πολιτική ευκρινής, σταθερή και αρκετά συναινετική, αλλά στις γενικές της γραμμές. Έχω πει πολλές φορές στο παρελθόν ότι αυτή η πολιτική συγκροτήθηκε σταδιακά από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ο ένας αποτελεί στην πραγματικότητα τη συνέχεια του άλλου. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο Κώστας Σημίτης προσθέτουν πολύ σημαντικές παραμέτρους, αλλά ο άξονας έχει διαμορφωθεί. Αυτός ο άξονας είναι σταθερός αλλά δεν είναι πλήρης, ούτε η δήλωση ότι πιστεύουμε στην ισχύ του Διεθνούς Δικαίου συνιστά εθνική στρατηγική, είναι μία από τις παραμέτρους, αλλά δεν είναι μία ολοκληρωμένη εθνική στρατηγική. Άρα πρέπει τώρα να δούμε πώς μπορούμε να τοποθετήσουμε όλα αυτά τα προβλήματα στα νέα συμφραζόμενα, τα οποία είναι ασαφή, διότι δεν ξέρουμε πώς θα διαμορφωθεί η Δύση ως στρατηγική οντότητα, μετά την εκλογή Τραμπ, δεν ξέρουμε τι θα γίνει με το ίδιο το ΝΑΤΟ. Δεν ξέρουμε αν θα αντέξει στις πιέσεις αυτές η αμήχανη και υπνοβατούσα Ευρώπη ως πολιτική οντότητα, η οποία διέρχεται και μία κρίση ηγεσίας και πρέπει να δούμε πια πώς διαμορφώνεται ο ρόλος της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή, άρα χρειαζόμαστε μία τουρκολογική ανάλυση πολύ πιο σύνθετη και πολύ πιο απαιτητική από αυτήν που περιορίζεται μόνον στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό.»
«Το σχέδιο Ανάν άφησε πίσω του ένα κεκτημένο που είναι η αναγνώριση της αυτοδιάθεσης περί δημοψηφίσματος»
Για το Κυπριακό τα πράγματα είναι επίμονα, δυστυχώς σταθερά, εξακολουθούμε να έχουμε την κατοχή του βορείου τμήματος, την παρουσία των ενόπλων δυνάμεων της Τουρκίας και τους εποίκους, αλλά από την άλλη μεριά έχουμε ένα κεκτημένο το οποίο δεν το έχουμε ίσως συνειδητοποιήσει όσο πρέπει. Το σχέδιο Ανάν που απερρίφθη πανηγυρικά άφησε πίσω του ένα κεκτημένο που είναι η αναγνώριση της αυτοδιάθεσης διά δημοψηφίσματος. Άρα οποιαδήποτε λύση έχει σημασία εάν μπορεί να γίνει τελικά αποδεκτή με δημοψήφισμα από τον κυπριακό λαό, από τις δύο κοινότητες, εντέλει και από την Ελληνοκυπριακή κοινότητα. Εάν δεν μπορεί να γίνει αυτό δεν έχουμε λύση, άρα δεν έχουμε στρατηγική. Η στρατηγική μας εξαρτάται από την απάντηση στο ερώτημα εάν μπορούμε να επεξεργαστούμε σχήμα εντός των αποφάσεων του ΟΗΕ και εντός του Διεθνούς Δικαίου και εντός του ευρωπαϊκού κεκτημένου, το οποίο να γίνει δεκτό από την άλλη πλευρά και να γίνει δεκτό σε δημοψήφισμα. Αντιλαμβάνεστε πόσο απαιτητικό είναι αυτό που λέω και πόσο πολύπλοκο.
Στα Ελληνοτουρκικά επίσης, συμφωνώ με τις διακρίσεις που έκανε ο αγαπητός Γιώργος Γεραπετρίτης, διότι πράγματι έχουμε σε αυτή την περίοδο αποφύγει, όπως είπα, τα μείζονα επεισόδια, ιδίως τα 23 χρόνια Ερντογάν, αλλά έχει διευρυνθεί ο κατάλογος των μονομερών τουρκικών διεκδικήσεων. Πρέπει λοιπόν να κάνουμε έναν ισολογισμό τώρα, να δούμε πώς λειτούργησε ο χρόνος, τα 50 αυτά χρόνια. Ο χρόνος λειτούργησε υπέρ ημών ή κατά ημών τα 50 χρόνια στα Ελληνοτουρκικά και στο Κυπριακό; Υπάρχουν προφανή κεκτημένα, σημεία στα οποία ο χρόνος λειτούργησε υπέρ ημών, τα είπα σχεδόν όλα προηγουμένως, αλλά από την άλλη μεριά υπάρχουν και σημεία στα οποία ο χρόνος έχει λειτουργήσει εναντίον ημών.
Άρα αυτό που λέμε πολύ συχνά, «αφήστε τον χρόνο να περάσει, υπάρχει ένα status quo το οποίο δεν θα χειροτερέψει», δεν αληθεύει. Άρα δεν είμαστε αμέριμνοι χρονικά και χωρίς τη χρονική παράμετρο δεν υπάρχει στρατηγική, δεν υπάρχει εξωτερική πολιτική. Αλλά και πριν από την παράμετρο του χρόνου, έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία η παράμετρος της συνείδησης της ιστορίας και της συναίνεσης, αλλά μίας συναίνεσης που πηγαίνει πέρα από τις αυτονόητες γενικολογίες. Αλλιώς, όταν είμαστε γενικόλογοι, έστω και συναινετικοί, είμαστε στην πραγματικότητα αμυντικοί, δηλαδή αποφεύγουμε να διασταυρωθούμε με το πρόβλημα, το αφήνουμε για τον επόμενο και αυτό τελικά έχει ένα κόστος γιατί τώρα πια ο χρόνος κυλά πάρα πολύ γρήγορα, έχει πυκνωθεί ο ιστορικός χρόνος και ως εκ τούτου πρέπει να μιλήσουμε με άλλους, πιο απαιτητικούς όρους.» τόνισε.
«Ποια Τουρκία προτιμάμε;»
Σχολιάζοντας το ποια Τουρκία θα προτιμούσαμε ανέφερε ότι «Θα προτιμούσαμε μία Τουρκία που δεν υπάρχει, ώστε να βρεθούμε εμείς αντιμέτωποι με αυτό που αντιμετωπίζει η Τουρκία στα ανατολικά της σύνορα, τα οποία σημειωτέον, διευθετήθηκαν με τη Συνθήκη της Λωζάνης; Η τύχη της Συρίας ρυθμίστηκε με τη Συνθήκη της Λωζάνης για την οποία εμείς αναφερόμαστε μόνο διμερώς, Ελληνοτουρκικά. Θα προτιμούσαμε λοιπόν να μην υπάρχει αυτή η Τουρκία και να είμαστε εμείς αντιμέτωποι με τα προβλήματα των ανατολικών της συνόρων; Και δεύτερο, και σημαντικότερο, εντέλει τι προτιμούμε; Μία Τουρκία η οποία, παρά τον εξαιρετισμό, παρά τις αποκλίσεις, παρά τις αντιφάσεις, παραμένει Δυτική και ΝΑΤΟϊκή εντέλει, και επενδύει στη σχέση της με τις Ηνωμένες Πολιτείες; Ή μία Τουρκία η οποία κόβει τα δεσμά με τη Δύση και γίνεται ένα κράτος το οποίο διεκδικεί τον περιφερειακό του ρόλο και ένα ρόλο, πάντως, αντι-δυτικό, δεν οριοθετείται από καμία Δυτική στρατηγική και ταυτότητα;
Νομίζω ότι το ερώτημα απαντάται εύκολα. Εμείς προτιμούμε μία Τουρκία, εντέλει εντός δυτικών ορίων, μία Τουρκία η οποία αντιμετωπίζει αυτή τα ανατολικά προβλήματα και παρεμβάλλεται ως ένα πολύ μεγάλο buffer σε σχέση με την Ελλάδα και μία Τουρκία η οποία, εν πάση περιπτώσει, θεωρεί ότι πρέπει να κινείται εντός αυτών των διεθνών οργανισμών που είναι είτε δυτικοί είτε, πάντως, δυτικοκεντρικοί. Γιατί ο ΟΑΣΕ δεν είναι δυτικός αλλά είναι δυτικοκεντρικός. Άρα είχε ένα νόημα αυτό το οποίο έγινε.
Από εκεί και πέρα, εμείς θα αντιμετωπίσουμε την κρίση στη Μέση Ανατολή και τον πόλεμο στην Ουκρανία υπό το πρίσμα του Κυπριακού και των Ελληνοτουρκικών σχέσεων ή με ευρύτερα κριτήρια; Ο κατάλογος των δικών μας θεμάτων εξωτερικής πολιτικής έχει δύο items, έχει δύο θέματα, Ελληνοτουρκικά και Κυπριακό. Της Τουρκίας έχει πάρα πολλά και δεν είναι το κρισιμότερο θέμα ασφάλειας που αντιμετωπίζει η Τουρκία, τα Ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό. Ενώ για εμάς είναι το μόνο θέμα ασφάλειας.
Η θέση του για τις αμυντικές δαπάνες των κρατών μελών του ΝΑΤΟ
«Ο Πρόεδρος Τραμπ, με οξύ τρόπο, θέτει το ζήτημα των αμυντικών δαπανών. Οι αμυντικές δαπάνες είναι εθνικές, αθροίζονται ως δαπάνες του ΝΑΤΟ. Εμείς λέμε καλύπτουμε το 2% του ΑΕΠ, το υπερκαλύπτουμε το 2%, οι δικές μας αμυντικές δαπάνες όμως, είναι αμυντικές δαπάνες έναντι της τουρκικής απειλής. Το ΝΑΤΟ μιλάει για δαπάνες οι οποίες είναι προσανατολισμένες σε μία ρωσική απειλή, η οποία έχει ανανεωθεί, σε μία απειλή η οποία μπορεί να είναι ασύμμετρη, μπορεί να είναι η απειλή μίας τρομοκρατίας η οποία είναι πολυμορφική, πάντως είναι μία άλλη αντίληψη. Εμείς αποκλίνουμε εδώ, διότι έχουμε μία προτεραιότητα η οποία είναι δική μας, δεν είναι ούτε δυτική, ούτε ΝΑΤΟϊκή, εδώ είναι η μοναξιά μας η στρατηγική και αυτό πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη. Αυτά λοιπόν πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να τα συζητήσουμε, διότι έχουμε επαναπαυθεί σε ορισμένα αυτονόητα, σε ορισμένα στερεότυπα, τα οποία έχουν κυριαρχήσει την πεντηκονταετία αυτή. Αυτά μας πήγαν αρκετά καλά, έχουμε ένα κεκτημένο της περιόδου της Μεταπολίτευσης, αλλά αυτά δεν μπορούν να μας πάνε παραπάνω, δεν μπορούμε να κάνουμε το βήμα το οποίο απαιτείται.»
«Στο Αιγαίο έχουμε 6 μίλια και η Τουρκία και εμείς, στην Ανατολική Μεσόγειο έχουν όλοι 12 και εμείς 6, άρα υπάρχει θέμα»
Όπως τόνισε «Υπάρχει ένα ακόμη πιο σημαντικό θέμα, τα νησιά έχουν πλήρεις ζώνες, έχουν πλήρη κυριαρχία θαλάσσια, δηλαδή χωρικά ύδατα; Έχουν τις ζώνες τους, της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ; Θα δούμε το πόση επήρεια, αυτό θα το πει τελικά το δικαστήριο, αλλά επί της αρχής τα έχουν αυτά; Τα έχουν. Μπορούμε να υποχωρήσουμε από αυτή τη θέση; Σε καμία περίπτωση. Άρα ο κατάλογος είναι πιο πολύπλοκος από ό,τι φαίνεται. Όμως όλο αυτό το σκηνικό είναι ένα από τα πολλά κεφάλαια της διεθνούς κατάστασης, της περιφερειακής κατάστασης και θα έλεγα ότι δεν μπορεί να εστιάζουμε μόνο σε αυτά, παρότι αυτά είναι για εμάς τα ζωτικά. Άρα εάν θέλουμε να έχουμε μία θέση η οποία βγάζει νόημα και είναι πράγματι η θέση μίας χώρας ευρωπαϊκής, ΝΑΤΟϊκής, φιλοαμερικανικής, δυτικής, πρέπει όλα αυτά να τα εντάσσουμε στα συμφραζόμενα. Τα συμφραζόμενα είναι πολύπλοκα, ασαφή και επικίνδυνα και το κυρίως θέμα μας είναι επίσης πιο πολύπλοκο από ό,τι νομίζουμε διά γυμνού οφθαλμού και επειδή δεν καταλαβαίνουμε ίσως τις λεπτομέρειες, τοποθετούμαστε ρητορικά, συναισθηματικά και ανολοκλήρωτα, ατελώς. Διότι όταν συνθηματολογείς και συντάσσεσαι πίσω από μία δήλωση προθέσεων ρητορική, δεν κάνεις πολιτική. Για να κάνεις πολιτική θέλει ιστορικότητα, γνώση και πατριωτισμό ενεργό και πραγματικό, όχι δηλωτικό και ρητορικό. Πώς τον κατακτάμε αυτόν τον πατριωτισμό; Με πραγματική συναίνεση, με έναν διάλογο που καταλήγει σε συμπεράσματα πέραν των τετριμμένων τα οποία αποτελούν εντέλει υπεκφυγή ενώπιον της παγκόσμιας πολυπλοκότητας.»
«Η πολιτική μας τα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης είναι ευκρινής, σταθερή και συναινετική» ανέφερε μεταξύ άλλων.Ο Ευάγγελος Βενιζέλος προχώρησε μια ενδιαφέρουσα τοποθέτηση στο πλαίσιο της ενότητας «Ελληνοτουρκικά και Κυπριακό» στο συνέδριο της εφημερίδας ΤΟ ΒΗΜΑ & του Delphi Economic Forum «Μεταπολίτευση 1974-2024. 50 χρόνια ελληνική εξωτερική πολιτική» κμε τη συμμετοχή των: Γιώργου Γεραπετρίτη, Ευάγγελου Βενιζέλου, Νίκου Κοτζιά. Στην εισαγωγική του τοποθέτηση ανέφερε ότι «Τα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης ως περιόδου είναι τελικά μία πετυχημένη ιστορία ή όχι. Ναι, τα 50 χρόνια είναι ένα success story για τη χώρα συνολικά, άρα για πολλές παραμέτρους εθνικής ισχύος, ξεκινώντας από τη λειτουργία των θεσμών της δημοκρατίας, περνώντας στην επιβίωση της οικονομίας από την οικονομική κρίση και στην επαναφορά της στην κανονικότητα και φθάνοντας μέχρι τα ζητήματα ασφάλειας και άμυνας, στην εξωτερική πολιτική. Είναι λοιπόν και η εξωτερική πολιτική μακροσκοπικά ένα success story, διότι το 1974 η Ελλάδα ταπεινώθηκε, ηττηθήκαμε στην Κύπρο, χάσαμε έναν πόλεμο και βρέθηκε το βόρειο τμήμα του νησιού υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή. Αρχίζει έτσι μία περίοδος κρίσεων και επεισοδίων στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις, όλη μας η προσοχή, όλο μας το διπλωματικό κεφάλαιο στρέφεται στο Κυπριακό και στα Ελληνοτουρκικά, η ατζέντα μας είναι πολύ μικρή και πολύ βαριά. Αυτό πολλές φορές μας εμποδίζει να δούμε την ευρύτερη εικόνα και να αντιμετωπίσουμε τα ζητήματα με όλες τις παραμέτρους οι οποίες είναι κρίσιμες για την ίδια μας τη υπόσταση και την προοπτική μας, αλλά δεν έχουμε πόλεμο, δεν έχουμε μείζονα επεισόδια, πλην των ανά δεκαετία σημαντικών Ελληνοτουρκικών επεισοδίων τα οποία όμως σταματούν στη δεκαετία του 1990. Έχουμε ένα επεισόδιο το 1976, ένα επεισόδιο το 1987, ένα επεισόδιο το 1996, αλλά μετά αρχίζει η 23ετής πλέον περίοδος Ερντογάν η οποία δεν «εισφέρει», το λέω αυτό εντός εισαγωγικών, ένα νέο επεισόδιο, αλλά ταυτόχρονα έχουμε μία διολίσθηση στον κατάλογο των λεγομένων μονομερών τουρκικών διεκδικήσεων.» «Για να πάρουμε τη μεγάλη εικόνα, η Ελλάδα το 1974 είναι μία περιφερειακή χώρα των Βαλκανίων, δυτική βεβαίως, αλλά δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μια χώρα που αναγκάστηκε να φύγει από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ και άρα υπήρχε η μεγάλη εκκρεμότητα να επανέλθει σε αυτό. Τώρα η Ελλάδα είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέλος της Ευρωζώνης, παρέμεινε σε αυτήν παρά την κρίση και τη χρεοκοπία, είναι ξανά βεβαίως από το 1980 μέλος του ΝΑΤΟ, με όλα τα προβλήματα που είχε η αποχώρηση και η επάνοδος, έχει επενδύσει πολύ στην Ελληνοαμερικανική στρατηγική σχέση, αλλά έχουμε μπει πια σε μία περίοδο, κατά την οποία δεν αρκεί να λες ότι ανήκω στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ότι ανήκω στο ΝΑΤΟ και ότι έχω μία ισχυρή Ελληνοαμερικανική συνεργασία για να δώσεις απάντηση στα προβλήματά σου. Τα προβλήματα είναι πολύπλοκα, είμαστε υποχρεωμένοι να λάβουμε υπόψη μας και πολλές άλλες παραμέτρους. Νομίζω ότι η πρώτη παράμετρος στην οποία πρέπει να επενδύσουμε είναι οι εσωτερικές πολιτικές προϋποθέσεις άσκησης της εξωτερικής πολιτικής. Τα προβλήματα ξεκινούν εδώ, στο εσωτερικό του ελληνικού πολιτικού συστήματος και στο εσωτερικό του Ελληνοκυπριακού πολιτικού συστήματος. Δεν υπάρχει λύση για το Κυπριακό αν δεν συμφωνήσει η Ελληνοκυπριακή κοινωνία και το Ελληνοκυπριακό πολιτικό σύστημα και δεν μπορούμε να πάρουμε μεγάλες πρωτοβουλίες σε κανένα θέμα, εμείς ως Ελληνική Δημοκρατία, εάν δεν έχουμε εσωτερικές προϋποθέσεις.» «Η πολιτική μας τα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης είναι ευκρινής, σταθερή και συναινετική» «Η πολιτική μας τα 50 αυτά χρόνια είναι μία πολιτική ευκρινής, σταθερή και αρκετά συναινετική, αλλά στις γενικές της γραμμές. Έχω πει πολλές φορές στο παρελθόν ότι αυτή η πολιτική συγκροτήθηκε σταδιακά από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ο ένας αποτελεί στην πραγματικότητα τη συνέχεια του άλλου. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο Κώστας Σημίτης προσθέτουν πολύ σημαντικές παραμέτρους, αλλά ο άξονας έχει διαμορφωθεί. Αυτός ο άξονας είναι σταθερός αλλά δεν είναι πλήρης, ούτε η δήλωση ότι πιστεύουμε στην ισχύ του Διεθνούς Δικαίου συνιστά εθνική στρατηγική, είναι μία από τις παραμέτρους, αλλά δεν είναι μία ολοκληρωμένη εθνική στρατηγική. Άρα πρέπει τώρα να δούμε πώς μπορούμε να τοποθετήσουμε όλα αυτά τα προβλήματα στα νέα συμφραζόμενα, τα οποία είναι ασαφή, διότι δεν ξέρουμε πώς θα διαμορφωθεί η Δύση ως στρατηγική οντότητα, μετά την εκλογή Τραμπ, δεν ξέρουμε τι θα γίνει με το ίδιο το ΝΑΤΟ. Δεν ξέρουμε αν θα αντέξει στις πιέσεις αυτές η αμήχανη και υπνοβατούσα Ευρώπη ως πολιτική οντότητα, η οποία διέρχεται και μία κρίση ηγεσίας και πρέπει να δούμε πια πώς διαμορφώνεται ο ρόλος της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή, άρα χρειαζόμαστε μία τουρκολογική ανάλυση πολύ πιο σύνθετη και πολύ πιο απαιτητική από αυτήν που περιορίζεται μόνον στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό.» «Το σχέδιο Ανάν άφησε πίσω του ένα κεκτημένο που είναι η αναγνώριση της αυτοδιάθεσης περί δημοψηφίσματος» Για το Κυπριακό τα πράγματα είναι επίμονα, δυστυχώς σταθερά, εξακολουθούμε να έχουμε την κατοχή του βορείου τμήματος, την παρουσία των ενόπλων δυνάμεων της Τουρκίας και τους εποίκους, αλλά από την άλλη μεριά έχουμε ένα κεκτημένο το οποίο δεν το έχουμε ίσως συνειδητοποιήσει όσο πρέπει. Το σχέδιο Ανάν που απερρίφθη πανηγυρικά άφησε πίσω του ένα κεκτημένο που είναι η αναγνώριση της αυτοδιάθεσης διά δημοψηφίσματος. Άρα οποιαδήποτε λύση έχει σημασία εάν μπορεί να γίνει τελικά αποδεκτή με δημοψήφισμα από τον κυπριακό λαό, από τις δύο κοινότητες, εντέλει και από την Ελληνοκυπριακή κοινότητα. Εάν δεν μπορεί να γίνει αυτό δεν έχουμε λύση, άρα δεν έχουμε στρατηγική. Η στρατηγική μας εξαρτάται από την απάντηση στο ερώτημα εάν μπορούμε να επεξεργαστούμε σχήμα εντός των αποφάσεων του ΟΗΕ και εντός του Διεθνούς Δικαίου και εντός του ευρωπαϊκού κεκτημένου, το οποίο να γίνει δεκτό από την άλλη πλευρά και να γίνει δεκτό σε δημοψήφισμα. Αντιλαμβάνεστε πόσο απαιτητικό είναι αυτό που λέω και πόσο πολύπλοκο. Στα Ελληνοτουρκικά επίσης, συμφωνώ με τις διακρίσεις που έκανε ο αγαπητός Γιώργος Γεραπετρίτης, διότι πράγματι έχουμε σε αυτή την περίοδο αποφύγει, όπως είπα, τα μείζονα επεισόδια, ιδίως τα 23 χρόνια Ερντογάν, αλλά έχει διευρυνθεί ο κατάλογος των μονομερών τουρκικών διεκδικήσεων. Πρέπει λοιπόν να κάνουμε έναν ισολογισμό τώρα, να δούμε πώς λειτούργησε ο χρόνος, τα 50 αυτά χρόνια. Ο χρόνος λειτούργησε υπέρ ημών ή κατά ημών τα 50 χρόνια στα Ελληνοτουρκικά και στο Κυπριακό; Υπάρχουν προφανή κεκτημένα, σημεία στα οποία ο χρόνος λειτούργησε υπέρ ημών, τα είπα σχεδόν όλα προηγουμένως, αλλά από την άλλη μεριά υπάρχουν και σημεία στα οποία ο χρόνος έχει λειτουργήσει εναντίον ημών. Άρα αυτό που λέμε πολύ συχνά, «αφήστε τον χρόνο να περάσει, υπάρχει ένα status quo το οποίο δεν θα χειροτερέψει», δεν αληθεύει. Άρα δεν είμαστε αμέριμνοι χρονικά και χωρίς τη χρονική παράμετρο δεν υπάρχει στρατηγική, δεν υπάρχει εξωτερική πολιτική. Αλλά και πριν από την παράμετρο του χρόνου, έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία η παράμετρος της συνείδησης της ιστορίας και της συναίνεσης, αλλά μίας συναίνεσης που πηγαίνει πέρα από τις αυτονόητες γενικολογίες. Αλλιώς, όταν είμαστε γενικόλογοι, έστω και συναινετικοί, είμαστε στην πραγματικότητα αμυντικοί, δηλαδή αποφεύγουμε να διασταυρωθούμε με το πρόβλημα, το αφήνουμε για τον επόμενο και αυτό τελικά έχει ένα κόστος γιατί τώρα πια ο χρόνος κυλά πάρα πολύ γρήγορα, έχει πυκνωθεί ο ιστορικός χρόνος και ως εκ τούτου πρέπει να μιλήσουμε με άλλους, πιο απαιτητικούς όρους.» τόνισε. «Ποια Τουρκία προτιμάμε;» Σχολιάζοντας το ποια Τουρκία θα προτιμούσαμε ανέφερε ότι «Θα προτιμούσαμε μία Τουρκία που δεν υπάρχει, ώστε να βρεθούμε εμείς αντιμέτωποι με αυτό που αντιμετωπίζει η Τουρκία στα ανατολικά της σύνορα, τα οποία σημειωτέον, διευθετήθηκαν με τη Συνθήκη της Λωζάνης; Η τύχη της Συρίας ρυθμίστηκε με τη Συνθήκη της Λωζάνης για την οποία εμείς αναφερόμαστε μόνο διμερώς, Ελληνοτουρκικά. Θα προτιμούσαμε λοιπόν να μην υπάρχει αυτή η Τουρκία και να είμαστε εμείς αντιμέτωποι με τα προβλήματα των ανατολικών της συνόρων; Και δεύτερο, και σημαντικότερο, εντέλει τι προτιμούμε; Μία Τουρκία η οποία, παρά τον εξαιρετισμό, παρά τις αποκλίσεις, παρά τις αντιφάσεις, παραμένει Δυτική και ΝΑΤΟϊκή εντέλει, και επενδύει στη σχέση της με τις Ηνωμένες Πολιτείες; Ή μία Τουρκία η οποία κόβει τα δεσμά με τη Δύση και γίνεται ένα κράτος το οποίο διεκδικεί τον περιφερειακό του ρόλο και ένα ρόλο, πάντως, αντι-δυτικό, δεν οριοθετείται από καμία Δυτική στρατηγική και ταυτότητα; Νομίζω ότι το ερώτημα απαντάται εύκολα. Εμείς προτιμούμε μία Τουρκία, εντέλει εντός δυτικών ορίων, μία Τουρκία η οποία αντιμετωπίζει αυτή τα ανατολικά προβλήματα και παρεμβάλλεται ως ένα πολύ μεγάλο buffer σε σχέση με την Ελλάδα και μία Τουρκία η οποία, εν πάση περιπτώσει, θεωρεί ότι πρέπει να κινείται εντός αυτών των διεθνών οργανισμών που είναι είτε δυτικοί είτε, πάντως, δυτικοκεντρικοί. Γιατί ο ΟΑΣΕ δεν είναι δυτικός αλλά είναι δυτικοκεντρικός. Άρα είχε ένα νόημα αυτό το οποίο έγινε. Από εκεί και πέρα, εμείς θα αντιμετωπίσουμε την κρίση στη Μέση Ανατολή και τον πόλεμο στην Ουκρανία υπό το πρίσμα του Κυπριακού και των Ελληνοτουρκικών σχέσεων ή με ευρύτερα κριτήρια; Ο κατάλογος των δικών μας θεμάτων εξωτερικής πολιτικής έχει δύο items, έχει δύο θέματα, Ελληνοτουρκικά και Κυπριακό. Της Τουρκίας έχει πάρα πολλά και δεν είναι το κρισιμότερο θέμα ασφάλειας που αντιμετωπίζει η Τουρκία, τα Ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό. Ενώ για εμάς είναι το μόνο θέμα ασφάλειας. Η θέση του για τις αμυντικές δαπάνες των κρατών μελών του ΝΑΤΟ «Ο Πρόεδρος Τραμπ, με οξύ τρόπο, θέτει το ζήτημα των αμυντικών δαπανών. Οι αμυντικές δαπάνες είναι εθνικές, αθροίζονται ως δαπάνες του ΝΑΤΟ. Εμείς λέμε καλύπτουμε το 2% του ΑΕΠ, το υπερκαλύπτουμε το 2%, οι δικές μας αμυντικές δαπάνες όμως, είναι αμυντικές δαπάνες έναντι της τουρκικής απειλής. Το ΝΑΤΟ μιλάει για δαπάνες οι οποίες είναι προσανατολισμένες σε μία ρωσική απειλή, η οποία έχει ανανεωθεί, σε μία απειλή η οποία μπορεί να είναι ασύμμετρη, μπορεί να είναι η απειλή μίας τρομοκρατίας η οποία είναι πολυμορφική, πάντως είναι μία άλλη αντίληψη. Εμείς αποκλίνουμε εδώ, διότι έχουμε μία προτεραιότητα η οποία είναι δική μας, δεν είναι ούτε δυτική, ούτε ΝΑΤΟϊκή, εδώ είναι η μοναξιά μας η στρατηγική και αυτό πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη. Αυτά λοιπόν πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να τα συζητήσουμε, διότι έχουμε επαναπαυθεί σε ορισμένα αυτονόητα, σε ορισμένα στερεότυπα, τα οποία έχουν κυριαρχήσει την πεντηκονταετία αυτή. Αυτά μας πήγαν αρκετά καλά, έχουμε ένα κεκτημένο της περιόδου της Μεταπολίτευσης, αλλά αυτά δεν μπορούν να μας πάνε παραπάνω, δεν μπορούμε να κάνουμε το βήμα το οποίο απαιτείται.» «Στο Αιγαίο έχουμε 6 μίλια και η Τουρκία και εμείς, στην Ανατολική Μεσόγειο έχουν όλοι 12 και εμείς 6, άρα υπάρχει θέμα» Όπως τόνισε «Υπάρχει ένα ακόμη πιο σημαντικό θέμα, τα νησιά έχουν πλήρεις ζώνες, έχουν πλήρη κυριαρχία θαλάσσια, δηλαδή χωρικά ύδατα; Έχουν τις ζώνες τους, της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ; Θα δούμε το πόση επήρεια, αυτό θα το πει τελικά το δικαστήριο, αλλά επί της αρχής τα έχουν αυτά; Τα έχουν. Μπορούμε να υποχωρήσουμε από αυτή τη θέση; Σε καμία περίπτωση. Άρα ο κατάλογος είναι πιο πολύπλοκος από ό,τι φαίνεται. Όμως όλο αυτό το σκηνικό είναι ένα από τα πολλά κεφάλαια της διεθνούς κατάστασης, της περιφερειακής κατάστασης και θα έλεγα ότι δεν μπορεί να εστιάζουμε μόνο σε αυτά, παρότι αυτά είναι για εμάς τα ζωτικά. Άρα εάν θέλουμε να έχουμε μία θέση η οποία βγάζει νόημα και είναι πράγματι η θέση μίας χώρας ευρωπαϊκής, ΝΑΤΟϊκής, φιλοαμερικανικής, δυτικής, πρέπει όλα αυτά να τα εντάσσουμε στα συμφραζόμενα. Τα συμφραζόμενα είναι πολύπλοκα, ασαφή και επικίνδυνα και το κυρίως θέμα μας είναι επίσης πιο πολύπλοκο από ό,τι νομίζουμε διά γυμνού οφθαλμού και επειδή δεν καταλαβαίνουμε ίσως τις λεπτομέρειες, τοποθετούμαστε ρητορικά, συναισθηματικά και ανολοκλήρωτα, ατελώς. Διότι όταν συνθηματολογείς και συντάσσεσαι πίσω από μία δήλωση προθέσεων ρητορική, δεν κάνεις πολιτική. Για να κάνεις πολιτική θέλει ιστορικότητα, γνώση και πατριωτισμό ενεργό και πραγματικό, όχι δηλωτικό και ρητορικό. Πώς τον κατακτάμε αυτόν τον πατριωτισμό; Με πραγματική συναίνεση, με έναν διάλογο που καταλήγει σε συμπεράσματα πέραν των τετριμμένων τα οποία αποτελούν εντέλει υπεκφυγή ενώπιον της παγκόσμιας πολυπλοκότητας.» #ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ_ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ #ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ #ΤΟΥΡΚΙΑ #ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ_ΠΟΛΙΤΙΚΗ #ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΑ