Όταν κάποιος ρεύεται μπροστά μας του λέμε: “Μόσχος”. Φυσικά δεν τον αποκαλούμε μοσχάρι, αλλά του ευχόμαστε η αναπνοή του να… μοσχομυρίζει.
Η λέξη μόσχος δεν προέρχεται από το μοσχάρι αλλά από μια πανάκριβη, λιπαρή, μυρωδάτη ουσία που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, τον μόσχο (musk). Αυτή η ουσία παράγεται σε έναν υπογάστριο αδένα του αρσενικού μοσχοφόρου ελαφιού, το οποίο ζει κυρίως στην Κίνα, το Θιβέτ, το Νεπάλ, την περιοχή του Κασμίρ, την Ινδία, το Πακιστάν, τη Σιβηρία και τη Μογγολία και την εκκρίνει για να έλξει τα θηλυκά.
Ο μόσχος χρησιμοποιείται από αρχαιοτάτων χρόνων ως μυρωδικό για το σώμα. Αποτελεί συστατικό πολλών φημισμένων αρωμάτων, ενώ συχνά προστίθεται σε σαπούνια, αφρόλουτρα, καλλυντικά και κρέμες.
Στα Βυζαντινά χρόνια γινόταν μεγάλη χρήση αυτής της αρωματικής ουσίας (είτε σε υγρή είτε σε στερεή μορφή). Την έβαζαν κυρίως σε συρτάρια ή μπαούλα με ρούχα για να “μοσχομυρίζουν”.
Το ρέψιμο είναι η αποβολή αερίου από τον οισοφάγο και το στομάχι μέσω του στόματος. Καθώς το αέριο διαφεύγει, παράγει τον χαρακτηριστικό ήχο που είναι γνωστός ως ρέψιμο. Η πιο κοινή αιτία του ρεψίματος είναι κατάποση αέρα.
Η κατάποση αέρα και το ρέψιμο είναι φυσικά φαινόμενα που προκύπτουν κατά την κατανάλωση τροφών (μάσημα) ή πίνοντας κάποιο υγρό πάρα πολύ γρήγορα.
Το μάσημα τσίχλας ή η κατανάλωση ανθρακούχων ποτών μπορούν επίσης να εισάγουν αέρα στο στομάχι και να προκαλέσουν ρέψιμο.
Οι έγκυες γυναίκες μπορεί επίσης να έχουν πιο συχνά την ανάγκη να ρευτούν λόγω των ορμονικών αλλαγών που επιβραδύνουν τη διαδικασία της πέψης.
Το ρέψιμο μπορεί επίσης να προκύψει εξαιτίας της γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης, της διαφραγματοκήλης, ή της ανεπάρκειας οξέων του στομάχου. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το ρέψιμο μπορεί να συμβεί συχνά μετά τα γεύματα και μπορεί να γίνει χρόνιο.