Ο Σολωμός Σολωμού, στις 14 Αυγούστου 1996, μετά τη κηδεία του Τάσου Ισαάκ, αποφάσισε να κλείσει τους προσωπικούς του λογαριασμούς με την κατοχή της Κύπρου. Τους έκλεισε οριστικά κάτω από τον ιστό της τουρκικής σημαίας που για 22 χρόνια μόλυνε το χώμα της Αμμοχώστου. Τράβηξε δυο τζούρες από το τσιγάρο του και έφυγε.
«Γύρνα πίσω ρε μαλάκα…» ήταν η φωνή που προσπάθησε να τον φέρει στα λογικά του. Δεν την άκουσε ή μάλλον την αγνόησε. Οι τελευταίες στιγμές της σύντομης ζωής του πάγωσαν τη Κύπρο που ήταν καθηλωμένη στις τηλεοράσεις παρακολουθώντας «ζωντανά» την διαδήλωση στο οδόφραγμα της Δερύνειας. Η ίδια εικόνα, πάγωσε ολόκληρο τον κόσμο και από τότε μας στοιχειώνει όλους.
Απέναντι σε υπάνθρωπους
Οι Τούρκοι που είχαν πάρει θέσεις στο οδόφραγμα της Δερύνειας, λίγο έξω από την Αμμόχωστο, είχαν πάει εκεί για να σκοτώσουν. Άλλωστε το είχαν κάνει δυο μέρες νωρίτερα με τον Τάσο Ισαάκ. Μετά το έγκλημα δεν είχαν καν το θάρρος ή έστω το θράσος να αναλάβουν την ευθύνη τους και άρχισαν να τα φορτώνουν ο ένας στον άλλο.
Ο Κενάν Ακίν, έποικος, πρώην «υπουργός Γεωργίας» του καθεστώτος Ντενκτάς, πάτησε την σκανδάλη σημαδεύοντας την «λεβεντιά» που ο ίδιος ουδέποτε είχε. Μπορεί να πέτυχε τον Σολωμού με μια από τις σφαίρες, αλλά δεν πέτυχε να βγει από τη συνομοταξία των υπανθρώπων. Ο Σολωμού έπεσε νεκρός κάτω από την σημαία της κατοχής και σε μια στιγμή έγινε για κάποιους σύμβολο και για άλλους προσωποποίηση της ανευθυνότητας.
Τίποτα δεν άλλαξε από τότε. Η κατοχή παραμένει κατοχή, οι έποικοι, έποικοι, οι αγνοούμενοι, αν και λιγόστεψαν παραμένουν αγνοούμενοι.
Ο Σολωμός ήταν ένα από τα 8 παιδιά του Σπύρου Σολωμού. Τίποτα δεν έδειχνε μέχρι τις 14 Αυγούστου του 1996 ότι θα επιδίωκε να γίνει στόχος σε ένα πεδίο βολής βαρβαρότητας. Δούλευε, διασκέδαζε και ονειρευόταν. Τίποτα το παράξενο, τίποτα το πρωτότυπο. Ο Σπύρος Σολωμού τον οποίο συναντήσαμε πριν λίγα χρόνια θυμόταν: «Εκείνη την ημέρα εργαζόμουν στο εστιατόριο στο Παραλίμνι. Είχαμε την τηλεόραση ανοιχτή και παρακολουθούσαμε την εκδήλωση. Για μια στιγμή, ενώ σέρβιρα σε ένα τραπέζι, είδα μια σκηνή με κάποιον να πέφτει από τον ιστό, αλλά δεν έδωσα σημασία γιατί δεν μπόρεσα να καταλάβω. Μετά από λίγα λεπτά, μου τηλεφώνησε ο γαμπρός μου και μου είπε να πάω στο Νοσοκομείο. Μέχρι να πάω στο νοσοκομείο, το είχαν μάθει όλοι από την τηλεόραση. Εγώ τον βρήκα στο νεκροτομείο. Την προηγούμενη ημέρα, ήμασταν μαζί στο εστιατόριο και μιλήσαμε για τα όσα είχαν συμβεί με την δολοφονία του Τάσου πριν δύο μέρες και μου είπε ότι δεν επρόκειτο να ξαναπάει στη διαδήλωση, γιατί φοβήθηκε τα επεισόδια. Δεν μου είπε την αλήθεια».