Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις που ενδέχεται να επιβραδύνουν την αναπτυξιακή της δυναμική.
Ένα από τα βασικά προβλήματα είναι η υψηλή εξάρτηση του ΑΕΠ από την κατανάλωση, η οποία καθιστά τη χώρα ευάλωτη σε εξωτερικές πιέσεις και αλλαγές στη διεθνή οικονομία. Παράλληλα, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παραμένει σημαντικό, καθώς η ελληνική οικονομία συνεχίζει να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις εισαγωγές, χωρίς επαρκείς εξαγωγές για να αντισταθμίσει τη διαφορά.
Οι δομικές αδυναμίες της παραγωγικής βάσης είναι εξίσου εμφανείς. Το μείγμα εξειδικεύσεων κλίνει σε δραστηριότητες χαμηλής τεχνολογίας και χαμηλής γνώσης, ενώ η βιομηχανική παραγωγή υπολείπεται σημαντικά σε σύγκριση με άλλες χώρες της ευρωζώνης. Οι δημογραφικές τάσεις αποτελούν ακόμη έναν παράγοντα ανησυχίας, με τον πληθυσμό να γερνάει και τη μείωση του εργατικού δυναμικού να διαφαίνεται ως μεσοπρόθεσμη απειλή.
Αυτές οι αδυναμίες καθιστούν την ανάγκη για επενδύσεις πιο επιτακτική από ποτέ. Ωστόσο, οι επενδύσεις στην Ελλάδα παραμένουν περιορισμένες, με το μερίδιό τους στο ΑΕΠ να φτάνει μόλις το 15% στο τέλος του 2023, τη στιγμή που ο μέσος όρος της ευρωζώνης βρίσκεται στο 22%. Για να επιτευχθεί οικονομική σύγκλιση, απαιτείται μια ριζική αύξηση των επενδύσεων κατά 8% ετησίως έως το τέλος της δεκαετίας, ρυθμός που έχει να επιτευχθεί από τη δεκαετία του 1950.
Η προσαρμογή σε ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο είναι κρίσιμη. Η εξάρτηση από τον τουρισμό και τα ακίνητα πρέπει να περιοριστεί, ενώ οι επενδύσεις πρέπει να στραφούν σε παραγωγικούς και τεχνολογικά προηγμένους τομείς, με έμφαση στις εξαγωγές. Παράλληλα, η βελτίωση της ποιότητας των θεσμών και του κράτους δικαίου, η ολοκλήρωση της χωροταξικής πολιτικής και η ενίσχυση της απονομής Δικαιοσύνης αποτελούν βασικούς παράγοντες που θα καθορίσουν τη δυνατότητα της χώρας να προσελκύσει ιδιωτικές επενδύσεις.
Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις που ενδέχεται να επιβραδύνουν την αναπτυξιακή της δυναμική.Ένα από τα βασικά προβλήματα είναι η υψηλή εξάρτηση του ΑΕΠ από την κατανάλωση, η οποία καθιστά τη χώρα ευάλωτη σε εξωτερικές πιέσεις και αλλαγές στη διεθνή οικονομία. Παράλληλα, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παραμένει σημαντικό, καθώς η ελληνική οικονομία συνεχίζει να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις εισαγωγές, χωρίς επαρκείς εξαγωγές για να αντισταθμίσει τη διαφορά. Οι δομικές αδυναμίες της παραγωγικής βάσης είναι εξίσου εμφανείς. Το μείγμα εξειδικεύσεων κλίνει σε δραστηριότητες χαμηλής τεχνολογίας και χαμηλής γνώσης, ενώ η βιομηχανική παραγωγή υπολείπεται σημαντικά σε σύγκριση με άλλες χώρες της ευρωζώνης. Οι δημογραφικές τάσεις αποτελούν ακόμη έναν παράγοντα ανησυχίας, με τον πληθυσμό να γερνάει και τη μείωση του εργατικού δυναμικού να διαφαίνεται ως μεσοπρόθεσμη απειλή. Αυτές οι αδυναμίες καθιστούν την ανάγκη για επενδύσεις πιο επιτακτική από ποτέ. Ωστόσο, οι επενδύσεις στην Ελλάδα παραμένουν περιορισμένες, με το μερίδιό τους στο ΑΕΠ να φτάνει μόλις το 15% στο τέλος του 2023, τη στιγμή που ο μέσος όρος της ευρωζώνης βρίσκεται στο 22%. Για να επιτευχθεί οικονομική σύγκλιση, απαιτείται μια ριζική αύξηση των επενδύσεων κατά 8% ετησίως έως το τέλος της δεκαετίας, ρυθμός που έχει να επιτευχθεί από τη δεκαετία του 1950. Η προσαρμογή σε ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο είναι κρίσιμη. Η εξάρτηση από τον τουρισμό και τα ακίνητα πρέπει να περιοριστεί, ενώ οι επενδύσεις πρέπει να στραφούν σε παραγωγικούς και τεχνολογικά προηγμένους τομείς, με έμφαση στις εξαγωγές. Παράλληλα, η βελτίωση της ποιότητας των θεσμών και του κράτους δικαίου, η ολοκλήρωση της χωροταξικής πολιτικής και η ενίσχυση της απονομής Δικαιοσύνης αποτελούν βασικούς παράγοντες που θα καθορίσουν τη δυνατότητα της χώρας να προσελκύσει ιδιωτικές επενδύσεις.#ΕΛΛΑΔΑ #ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ #2025