Τα τελευταία σαράντα χρόνια το πρόβλημα της παχυσαρκίας στον πλανήτη έχει τριπλασιαστεί σε μέγεθος.
Το 2016 1,6 δισεκατομμύρια ενήλικες παγκοσμίως ήταν υπέρβαροι και 650 εκατομμύρια ήταν παχύσαρκοι.
Στην Ελλάδα το φαινόμενο είναι ιδιαίτερα έντονο, καθώς είναι πρώτη στην ΕΕ στην παιδική παχυσαρκία, και στις πρώτες θέσεις στην παχυσαρκία των ενηλίκων. Το 63% των Ελλήνων ηλικίας άνω των 18 είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι.
Η διαΝΕΟσις ανέθεσε σε μια ερευνητική ομάδα υπό τον συντονισμό του καθηγητή Γιάννη Μανιού από το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο την εκπόνηση μιας μελέτης που χαρτογραφεί το πρόβλημα στις πραγματικές του διαστάσεις, και προτείνει μια σειρά από δράσεις σε σχολεία και στις δομές πρωτοβάθμιας υγείας για την αντιμετώπισή του.
Όπως επισημαίνεται στη μελέτη ως παχυσαρκία ορίζεται η αυξημένη συσσώρευση σωματικού λίπους στο ανθρώπινο σώμα, που μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την υγεία. Αναγνωρίστηκε ως νόσος πριν από περίπου μισό αιώνα και πλέον αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα χρόνια προβλήματα υγείας παγκοσμίως.
Το αν ένα άτομο είναι παχύσαρκο, υπέρβαρο ή όχι υπολογίζεται με τη μέτρηση του σωματικού του λίπους. Ωστόσο, επειδή αυτή είναι δύσκολη διαδικασία που χρειάζεται εξειδικευμένο εξοπλισμό, γι’ αυτή τη δουλειά κατά κανόνα χρησιμοποιείται ο «Δείκτης Μάζας Σώματος» (o γνωστός με το αγγλικό αρκτικόλεξο BMI), που μετρά το σωματικό βάρος σε σχέση με το ύψος, εκτιμώντας έτσι έμμεσα τη συσσώρευση λίπους στο σώμα. Ο BMI υπολογίζεται αν διαιρέσουμε το σωματικό βάρος σε κιλά με το τετράγωνο του ύψους σε μέτρα. Για παράδειγμα, ένα άτομο με ύψος 1,75 μέτρα και βάρος 70 κιλά έχει BMI 22,9. Όπως φαίνεται και για τον παρακάτω πίνακα, που αφορά κυρίως στα σώματα ενηλίκων Ευρωπαίων/Καυκάσιων, άτομα με ΒΜΙ άνω του 25 λογίζονται ως υπέρβαρα και άτομα με ΒΜΙ άνω του 30 ως παχύσαρκα (σε άτομα άλλης εθνοτικής καταγωγής τα όρια είναι ελαφρώς διαφορετικά).