Παρά τα υψηλά κέρδη που αποκομίζουν, κυρίως μέσω προμηθειών και αυξημένων επιτοκιακών περιθωρίων, οι αποδόσεις για τους καταθέτες παραμένουν σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, ενώ οι δανειολήπτες εξακολουθούν να επιβαρύνονται με ιδιαίτερα υψηλά κόστη δανεισμού.
Το τεράστιο χάσμα μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και δανείων αναδεικνύεται ως μια από τις πλέον χαρακτηριστικές εκφάνσεις της ασυμμετρίας στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, προκαλώντας έντονη κριτική για τις πολιτικές που εφαρμόζουν οι τράπεζες. Παρά τα υψηλά κέρδη που αποκομίζουν, κυρίως μέσω προμηθειών και αυξημένων επιτοκιακών περιθωρίων, οι αποδόσεις για τους καταθέτες παραμένουν σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, ενώ οι δανειολήπτες εξακολουθούν να επιβαρύνονται με ιδιαίτερα υψηλά κόστη δανεισμού.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία για τον Σεπτέμβριο του 2024, το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο για νέες καταθέσεις έφτασε μόλις το 0,54%, ενώ το αντίστοιχο για νέα δάνεια ανήλθε στο 5,61%, δημιουργώντας ένα περιθώριο 5,07 ποσοστιαίων μονάδων. Η διαφορά αυτή, που ενισχύεται ακόμη περισσότερο στα υφιστάμενα δάνεια και καταθέσεις με περιθώριο 5,45 ποσοστιαίων μονάδων, υπογραμμίζει την οικονομική πίεση που ασκείται στους δανειολήπτες. Το επιτόκιο για υφιστάμενες καταθέσεις παραμένει στάσιμο στο 0,52%, ενώ οι αποδόσεις για καταθέσεις μίας ημέρας δεν ξεπερνούν το 0,03%, ουσιαστικά μηδενικές.
Αντίστοιχα, τα επιτόκια δανεισμού παραμένουν σε υψηλά επίπεδα. Τα καταναλωτικά δάνεια χωρίς καθορισμένη διάρκεια αγγίζουν το 14,87%, ενώ τα στεγαστικά δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο βρίσκονται στο 4,28%. Παρά τη μείωση που καταγράφεται σε ορισμένες περιπτώσεις, η συνολική επιβάρυνση παραμένει δυσανάλογη.
Αυτή η κατάσταση αποκαλύπτει μια στρατηγική των τραπεζών που εκμεταλλεύονται τη φθηνή πρόσβαση σε καταθέσεις, τις οποίες διοχετεύουν σε δανεισμό με υψηλότερα επιτόκια, ενισχύοντας τα κέρδη τους. Η Κυβέρνηση, αν και έχει εξαγγείλει μέτρα για τη «βελτίωση του ανταγωνισμού» και τη μείωση προμηθειών, αποφεύγει να αντιμετωπίσει τις ρίζες του προβλήματος, δηλαδή την απουσία ουσιαστικού ανταγωνισμού. Οι μειώσεις συγκεκριμένων προμηθειών, όπως για συναλλαγές μικρής αξίας, μπορεί να παρουσιάζονται ως κίνηση καλής θέλησης, αλλά δεν αγγίζουν το δομικό ζήτημα της τραπεζικής μονοπωλιακής ισχύος.
Η πολιτική ρητορική για την ανάγκη διατήρησης της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος φαίνεται να προτάσσει τα συμφέροντα των τραπεζών εις βάρος των καταναλωτών. Χωρίς την προώθηση πραγματικών μεταρρυθμίσεων, όπως η διευκόλυνση της εισόδου νέων παικτών στην αγορά και η αυστηρή εποπτεία των τραπεζικών πρακτικών, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα παραμένει ένα πεδίο όπου οι τράπεζες αποκομίζουν υπερκέρδη, αφήνοντας καταθέτες και δανειολήπτες εκτεθειμένους.
Παρά τα υψηλά κέρδη που αποκομίζουν, κυρίως μέσω προμηθειών και αυξημένων επιτοκιακών περιθωρίων, οι αποδόσεις για τους καταθέτες παραμένουν σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, ενώ οι δανειολήπτες εξακολουθούν να επιβαρύνονται με ιδιαίτερα υψηλά κόστη δανεισμού.Το τεράστιο χάσμα μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και δανείων αναδεικνύεται ως μια από τις πλέον χαρακτηριστικές εκφάνσεις της ασυμμετρίας στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, προκαλώντας έντονη κριτική για τις πολιτικές που εφαρμόζουν οι τράπεζες. Παρά τα υψηλά κέρδη που αποκομίζουν, κυρίως μέσω προμηθειών και αυξημένων επιτοκιακών περιθωρίων, οι αποδόσεις για τους καταθέτες παραμένουν σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, ενώ οι δανειολήπτες εξακολουθούν να επιβαρύνονται με ιδιαίτερα υψηλά κόστη δανεισμού. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία για τον Σεπτέμβριο του 2024, το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο για νέες καταθέσεις έφτασε μόλις το 0,54%, ενώ το αντίστοιχο για νέα δάνεια ανήλθε στο 5,61%, δημιουργώντας ένα περιθώριο 5,07 ποσοστιαίων μονάδων. Η διαφορά αυτή, που ενισχύεται ακόμη περισσότερο στα υφιστάμενα δάνεια και καταθέσεις με περιθώριο 5,45 ποσοστιαίων μονάδων, υπογραμμίζει την οικονομική πίεση που ασκείται στους δανειολήπτες. Το επιτόκιο για υφιστάμενες καταθέσεις παραμένει στάσιμο στο 0,52%, ενώ οι αποδόσεις για καταθέσεις μίας ημέρας δεν ξεπερνούν το 0,03%, ουσιαστικά μηδενικές. Αντίστοιχα, τα επιτόκια δανεισμού παραμένουν σε υψηλά επίπεδα. Τα καταναλωτικά δάνεια χωρίς καθορισμένη διάρκεια αγγίζουν το 14,87%, ενώ τα στεγαστικά δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο βρίσκονται στο 4,28%. Παρά τη μείωση που καταγράφεται σε ορισμένες περιπτώσεις, η συνολική επιβάρυνση παραμένει δυσανάλογη. Αυτή η κατάσταση αποκαλύπτει μια στρατηγική των τραπεζών που εκμεταλλεύονται τη φθηνή πρόσβαση σε καταθέσεις, τις οποίες διοχετεύουν σε δανεισμό με υψηλότερα επιτόκια, ενισχύοντας τα κέρδη τους. Η Κυβέρνηση, αν και έχει εξαγγείλει μέτρα για τη «βελτίωση του ανταγωνισμού» και τη μείωση προμηθειών, αποφεύγει να αντιμετωπίσει τις ρίζες του προβλήματος, δηλαδή την απουσία ουσιαστικού ανταγωνισμού. Οι μειώσεις συγκεκριμένων προμηθειών, όπως για συναλλαγές μικρής αξίας, μπορεί να παρουσιάζονται ως κίνηση καλής θέλησης, αλλά δεν αγγίζουν το δομικό ζήτημα της τραπεζικής μονοπωλιακής ισχύος. Η πολιτική ρητορική για την ανάγκη διατήρησης της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος φαίνεται να προτάσσει τα συμφέροντα των τραπεζών εις βάρος των καταναλωτών. Χωρίς την προώθηση πραγματικών μεταρρυθμίσεων, όπως η διευκόλυνση της εισόδου νέων παικτών στην αγορά και η αυστηρή εποπτεία των τραπεζικών πρακτικών, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα παραμένει ένα πεδίο όπου οι τράπεζες αποκομίζουν υπερκέρδη, αφήνοντας καταθέτες και δανειολήπτες εκτεθειμένους.#ΤΡΑΠΕΖΕΣ #ΔΑΝΕΙΑ #ΚΑΤΑΘΕΤΕΣ